Το Rearm Europe είναι το νέο στρατηγικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έρχεται ως απάντηση στην αυξανόμενη γεωπολιτική αστάθεια και την ανάγκη ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας των κρατών-μελών. Η φράση Rearm Europe δεν είναι απλώς μια εντυπωσιακή ονομασία, αλλά συνοψίζει έναν από τους πιο φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει ποτέ η Ε.Ε. στον τομέα της άμυνας: την ταχεία αναβάθμιση και ενίσχυση των στρατιωτικών αποθεμάτων, την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και τη μείωση της εξάρτησης από τρίτους.
Από πού προέκυψε η ανάγκη για το Rearm Europe
Η ανάγκη για το Rearm Europe έγινε επιτακτική μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Η Ε.Ε., αντιμετωπίζοντας μια κρίση ασφαλείας που θύμισε τις πιο σκοτεινές περιόδους του Ψυχρού Πολέμου, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στην προστασία του ΝΑΤΟ και ειδικά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η στήριξη των ευρωπαϊκών στρατών προς την Ουκρανία –με εξοπλισμό, πυρομαχικά και άλλα μέσα– είχε ως συνέπεια την αποδυνάμωση των αποθεμάτων των ίδιων των κρατών-μελών, κάτι που ανέδειξε τις χρόνιες ελλείψεις και τη μη εναρμονισμένη πολιτική εξοπλισμών στην Ευρώπη.

Η πρόταση για το Rearm Europe παρουσιάστηκε επίσημα τον Μάρτιο του 2024 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως συνέχεια προηγούμενων δράσεων όπως το πρόγραμμα ASAP (Act in Support of Ammunition Production) και την EDIP (European Defence Industrial Programme). Η ιδέα είναι σαφής: επενδύσεις στην ευρωπαϊκή αμυντική παραγωγή, κοινές παραγγελίες όπλων και ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών.
Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα
Το Rearm Europe επικεντρώνεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες:
- Αύξηση παραγωγικής ικανότητας: Χρηματοδότηση ευρωπαϊκών αμυντικών εργοστασίων ώστε να αυξηθεί η παραγωγή πυρομαχικών, βαρέως οπλισμού και κρίσιμων τεχνολογιών όπως drones και αντιαεροπορικά συστήματα.
- Κοινές ευρωπαϊκές προμήθειες: Δημιουργία πλαισίου για κοινές αγορές αμυντικού εξοπλισμού, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων και την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των στρατών.
- Στρατηγικά αποθέματα: Δημιουργία ενιαίων ευρωπαϊκών αποθεμάτων για κρίσιμα είδη (π.χ. πυρομαχικά, καύσιμα, ανταλλακτικά).
- Τεχνολογική καινοτομία: Στήριξη της έρευνας και της ανάπτυξης νέων αμυντικών τεχνολογιών μέσω κοινοτικών πόρων.
Ποιες χώρες θα συμμετέχουν
Το πρόγραμμα Rearm Europe απευθύνεται σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ειδικό ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βρίσκονται εγγύτερα στη ρωσική απειλή. Χώρες όπως η Πολωνία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Τσεχία και η Σλοβακία πρωτοστατούν στις διαβουλεύσεις, έχοντας ήδη επενδύσει σημαντικά στην ενίσχυση των ενόπλων τους δυνάμεων. Παράλληλα, χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία παίζουν κεντρικό ρόλο ως βασικοί προμηθευτές αμυντικού υλικού και τεχνογνωσίας.
Η Ελλάδα, παρότι γεωγραφικά πιο απομακρυσμένη από τα ανατολικά σύνορα, αναμένεται να συμμετέχει ενεργά, τόσο μέσω της ΕΑΒ και άλλων βιομηχανιών, όσο και σε επίπεδο τεχνογνωσίας και εκπαίδευσης.

Οικονομικά στοιχεία του προγράμματος
Το Rearm Europe προβλέπει τη διάθεση 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2025-2027, με δυνατότητα επέκτασης σε περίπτωση που οι ανάγκες αυξηθούν. Τα χρήματα θα προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, αλλά και από εθνικές συνεισφορές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης προτείνει τη χρήση “αμυντικών ευρωομολόγων” (defence bonds), ώστε να αντληθούν πρόσθετοι πόροι από τις αγορές χωρίς να επιβαρυνθούν άμεσα οι κρατικοί προϋπολογισμοί.
Σημαντικό είναι ότι τουλάχιστον το 40% των κονδυλίων θα διατεθεί για επενδύσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις του αμυντικού τομέα, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της καινοτομίας. Εκτιμάται ότι το πρόγραμμα μπορεί να δημιουργήσει πάνω από 100.000 νέες θέσεις εργασίας άμεσα ή έμμεσα, σε όλη την Ευρώπη.
Συμπέρασμα
Το Rearm Europe δεν αποτελεί μόνο μια στρατηγική απάντηση σε εξωτερικές απειλές, αλλά και μια ευκαιρία για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας και της τεχνολογικής της ανεξαρτησίας. Η τριπλή του διάσταση – στρατιωτική, βιομηχανική και πολιτική – το καθιστά ένα από τα σημαντικότερα βήματα προς την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο η Ευρώπη είναι έτοιμη να “οπλιστεί” με ενότητα, όραμα και αποτελεσματικότητα.