Νέα ευρωπαϊκή έρευνα επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί υποπτεύονταν εδώ και χρόνια: οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λαό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά την εικόνα που συχνά καλλιεργείται στα μέσα ενημέρωσης για τους ρυθμούς ζωής στη νότια Ευρώπη, τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πραγματικότητα οι Έλληνες είναι στην κορυφή της λίστας σε ώρες εργασίας ετησίως.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την Eurostat, αποκαλύπτει ότι ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος εργάζεται πάνω από 1.960 ώρες τον χρόνο, ξεπερνώντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που κυμαίνεται περίπου στις 1.730 ώρες. Η διαφορά είναι αξιοσημείωτη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι σε χώρες όπως η Γερμανία, οι ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο φτάνουν μόλις τις 1.350 ετησίως.
Η φράση «οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο» δεν είναι απλώς μια εντύπωση ή ένα στερεότυπο – είναι πλέον ένα τεκμηριωμένο γεγονός. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με διάφορους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Πολλοί Έλληνες εργάζονται σε μικρές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, όπου τα ωράρια είναι πιο ευέλικτα αλλά και πιο απαιτητικά. Επιπλέον, η εργασιακή ανασφάλεια και οι συχνά χαμηλότεροι μισθοί οδηγούν πολλούς σε δεύτερες ή και τρίτες δουλειές, αυξάνοντας έτσι τον συνολικό χρόνο εργασίας τους.

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο παίζει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα η πλήρης απασχόληση με σταθερό ωράριο δεν είναι πάντα η κυρίαρχη μορφή εργασίας. Η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και της αυτοαπασχόλησης έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο, χωρίς όμως να απολαμβάνουν πάντα τα ανάλογα οφέλη σε επίπεδο αποδοχών ή κοινωνικής προστασίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το πώς βλέπουν οι ίδιοι οι Έλληνες την εργασία. Για πολλούς, η δουλειά δεν είναι απλώς μέσο βιοπορισμού, αλλά και στοιχείο προσωπικής ταυτότητας και αξιοπρέπειας. Αυτό ίσως εξηγεί την επιμονή πολλών εργαζομένων να παραμένουν παραγωγικοί ακόμα και σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες.

Ωστόσο, η υπερβολική εργασία δεν είναι χωρίς συνέπειες. Σύμφωνα με μελέτες, η υπερκόπωση, το εργασιακό άγχος και η δυσκολία στην εξισορρόπηση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής είναι σε έξαρση στη χώρα. Παράλληλα, η παραγωγικότητα ανά ώρα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι πολλές ώρες δεν μεταφράζονται απαραίτητα σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα.
Η συζήτηση για το κατά πόσο οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο οδηγεί τελικά και σε ένα ευρύτερο ερώτημα: τι σημαίνει «δουλεύω αποτελεσματικά» και πώς μπορεί μια χώρα να επενδύσει όχι μόνο στην ποσότητα της εργασίας, αλλά και στην ποιότητα; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την ενίσχυση της τεχνολογίας και της καινοτομίας, αλλά και στην αλλαγή κουλτούρας ως προς την εργασία και την ξεκούραση.
Σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματα της έρευνας προσφέρουν μια ευκαιρία για επαναξιολόγηση. Όχι για να επιβεβαιώσουμε εθνικές περηφάνιες, αλλά για να κατανοήσουμε πού βρισκόμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε ώστε η εργασία να είναι βιώσιμη, ισορροπημένη και ουσιαστικά ανταποδοτική για όλους.